- μακτήριον
- μακτήριονfoodneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μακτηρίοις — μακτήριον food neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακτήρια — μακτήριον food neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακτήριος — μακτήριος, ία, ον (Α) [μακτήρ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ζύμωμα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μακτήριον α) σκάφη ζυμώματος, μάκτρα β) μάκτρο, προσόψιο 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μακτήρια πιθ. τροφή, τρόφιμα 4. (κατά τον Ησύχ.) «μακτήριον… … Dictionary of Greek